- δικόκκου
- δίκοκκοςwith two grainsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… … Dictionary of Greek